ὅπλεσθαι

ὅπλεσθαι
ὅπλομαι
prepare
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • όπλομαι — ὅπλομαι (Α) (ποιητ. τ.) ετοιμάζω, παρασκευάζω, ιδίως δείπνο («δεῑπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὅπλεσθαι, που μαρτυρείται στην Ιλιάδα, αποτελεί μάλλον εσφ. γρφ. αντί τού ὁπλεῖσθαι (< ὁπλέω). Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”